Φαντασίωση θερινής νυκτός

Φαντασίωση θερινής νυκτός

Ξάπλωσα στο κρεβάτι κι αντί για το ταβάνι, κοίταξα το πάτωμα· άσπρο πλακάκι αδιεξόδων αλλόκοτη περιχαράκωση, μέσα στην ησυχία ακροπατάνε οι σκέψεις μία-μία -ίσα που να ακουστεί πως κάτι υπάρχει.

Φαντάστηκα ένα πάτωμα από άμμο·  τα πόδια να βουτάνε,  απ’ το κρεβάτι όταν σηκώνομαι, να απορροφώνται οι κραδασμοί, όταν σωριάζομαι, μα πιο πολύ η μπεζ απόχρωσή της να κολακεύει της παλιάς μου συρταριέρας την ξύλινη ανάμνηση, εκείνη που κρατάω από παιδί και διάλεξα να ξεκουράσω τα βιβλία και τη σκόνη μου.

Να ‘ταν το πάτωμα από άμμο· να βγάλω κουβαδάκια και φτυαράκια πλαστικά να χτίσω κάστρα  μέσα σε τέσσερις τοίχους. Να μείνει η επιβράβευση κι όλος ο συρφετός της έξω απ΄την πόρτα.

Να μην ακούγεται το βήμα κι η ανάγκη.

Κι αντί για ταβάνι τσιμεντένιο, να βλέπω -τα βράδια μόνο- ουρανό.