Και στα δικά σας

Και στα δικά σας

Μες στο λευκό της φόρεμα

γελούσε σα μικρό κορίτσι

-αθωότητα

αναγκαίας εκπλήρωσης

του ζήσαν αυτοί καλά.

Πέταγμα ανθοδέσμης

προς το ευκταίο,

διαιωνίζει όνειρα

δίχως πρόσωπο ή σκοπό.

Αύριο,

το φόρεμα θα καταχωνιαστεί

-ενθύμιο παραμυθιού

σε κλουβί που σκουριάζει.

Ο βάτραχος

(δεν ήταν και)

δε θα γίνει πρίγκιπας ποτέ.

Και στα δικά σας.

Σύνδεσμος

εν αγνοία του συμπλεκτικός

άνισων συνόλων,

αχθοφόρος, άθελά του,

υποκρισίας συλλογικής.

Απ’ όλα τα διότι τεκμηρίωσης,

έλειπε η αγάπη.

Αποφάσεις

Αποφάσεις

Ανοίγεις την πόρτα

και φεύγεις.

Εγώ, πάλι,

τέσσερις τοίχους προτιμώ,

εγκλωβισμένη προσδοκία

ολόκληρη να γίνομαι.

Ασύδοτές μου λέξεις,

θα σας σφραγίσω

αιθεροβάμονες

διά παντός σ’ ένα χαρτί,

ο κόσμος και ο έρωτας

να μείνουν αναλλοίωτοι.

 

 

 

 

Φωτογραφία

Φωτογραφία

-Να χαίρεσαι·

η κυριότητα προϋποθέτει

μιαν ύπαρξη.

 

-Ήθελα μόνο να ακούσω

πως είμαι όμορφη,

πως δεν περνάει άσκοπα ο χρόνος,

ήθελα μια φωτογραφία

να δω πως έγινα πράγματι πιο δυνατή.

 

Αδυναμίες

του φωτογράφου,

του εραστή

και της διάθεσής μου.

 

Πέρασε ολόκληρη η στιγμή.

Αποχαιρετισμοί

Αποχαιρετισμοί

Πέρασε σχεδόν μια δεκαετία.

Πόσα σχεδόν με ρήμαξαν

κι έγιναν πίσσα στα πνευμόνια μου,

ό,τι κάηκε διά παντός

το βόλεψα σ’ ένα σταχτοδοχείο αισθημάτων:

το ‘φερνα από εδώ,

το γυρνούσα από εκεί

ολόκληρη να με κοιτάζω 

-υπήρξα λυπημένη,

απελπισμένη

και κενή.

Παρηγοριάς εισπνοή,

εκπνοή μικρών

-και κυρίως μεγάλων-

θανάτων.

Με έπνιξε η μοναξιά του κόσμου

και κρατώντας σε, έπλαθα

ανατροπές

και λυτρώσεις.

Ο συγγραφέας πέθανε,

μα τον φαντάζομαι ακόμη

με  μαύρα μαλλιά

ανακατεμένα,

να πασχίζει να με σώσει

και να αντιστέκομαι,

να περιγράφει πώς ξεφυσάω τον καπνό

και το αδιανόητο.

Δε σε χρειάζομαι.

Ο συγγραφέας πέθανε

-και δε θέλω κι εγώ.

Πέρασε σχεδόν μια δεκαετία.

Ό,τι έσβησε,

έσβησε διά παντός.

Όμως, το χέρι μου

δεν είναι μετέωρο στη θλίψη.

 

 

Λεωφορείον η Καινούρια Αρχή

Λεωφορείον η Καινούρια Αρχή

Το πρωί ανέβηκε πάλι εκείνη η κυρία

-στην ίδια στάση κάθε μέρα, την ίδια πάντα ώρα-

θα πρέπει να κοντεύει τα 60 -μοιάζει νεότερη χωρίς να προσπαθεί.

Κάθε φορά, ζητάει ευγενικά μια διευκόλυνση,

κάπου τις τσάντες της να ακουμπήσει -φαίνονται πράγματι βαριές-

μα πιάνω τον εαυτό μου να αποφεύγει εκ των προτέρων

το σημείο που έχω μάθει πια πως διεκδικεί·

πρώτα θα ξεφορτώσει κι ύστερα θα εκτοπίσει

την ησυχία μου ή των άλλων.

Ελπίζω πια, κάθε πρωί, να έχει πάρει άλλο λεωφορείο

-κάποιες φορές, πήρα επίτηδες το προηγούμενο εγώ,

δεν είναι να παίζεις ζάρια, ποντάροντας στων άλλων την συνείδηση·

και τώρα που το σκέφτομαι, τι κάθομαι και κάνω, διάολε,

αφού δε θέλω να πάω στο γραφείο ξανά, πόσο μάλλον πιο νωρίς,

λες και παλεύω να δείξω υποταγή, συμμόρφωση

-στο λόγο της τιμής μου, δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου,

μου χάρισα απλά μισή επιπλέον ευκαιρία να φανώ γενναία,

κοιτάζοντας μια το παράθυρο, μια την πόρτα

-δε βαριέσαι, σήμερα μόνη μου θα είμαι,

θα καπνίσω μέσα, γαμημένοι!

Παρόλα αυτά, αναρωτιέμαι πού να πηγαίνει η κυρία

και τι σκατά κουβαλάει, τέλος πάντων, μέσα σ’ αυτές τις τσάντες

και ποια την παίρνει τηλέφωνο την ίδια πάντα ώρα

ρωτώντας πού βρίσκεται, αν φτάνει

-σίγουρα δεν την ρωτά ποτέ αν έγινε αυτό που ονειρευόταν ως παιδί.

Σκέφτηκα πολλές φορές ότι ίσως να κουβαλάει ναρκωτικά,

υπεράνω πάσης υποψίας, ποιος θα την πλησίαζε με τόσο ξινισμένα μούτρα.

Έξω από το παράθυρο, σταματημένο ένα ζευγάρι μιας μέσης ηλικίας,

μιας μέσης, καθώς φαίνεται, ζωής

-εκείνη του τινάζει το μανίκι, ποιος ξέρει τι λεκές επίμονος,

ακόμη πιο επίμονη αυτή·

η στάση του κορμιού της, νοικοκυρεμένη αφοσίωση,

η στάση του κορμιού του, χρόνων σμιλευμένη αδιαφορία

-κοίταξε φευγαλέα το μανίκι του, σ’ εκείνη ούτε βλέμμα.

Συνέχισαν τον δρόμο τους, και κατά πάσα πιθανότητα

θα συνεχίσουν και τη μονόπλευρη αγάπη τους, τουλάχιστον για σήμερα,

δεν μοιάζει αυγουστιάτικα η κατάλληλη στιγμή

για τόσο μεγάλες αποφάσεις.

Το καπελάκι της προσδοκούσε κάτι ανέμελο κι εγώ άρχισα να λυπάμαι

-ή μάλλον συνέχισα, γιατί υπάρχουν τόσοι άνθρωποι εκεί έξω

που θα ‘θελα να τους πιάσω από το χέρι

και να τους δείξω ότι δεν τελειώνει εκεί η ζωή.

Άναψε πράσινο και τους έχασα, ασυναίσθητα έπιασα το δικό μου χέρι

και να που ήρθε η ώρα να κατέβει η miss ευγενική,

για να φτάσει στο μυστηριώδη προορισμό της.

Ήθελα να της φωνάξω «πού πας; και πού πάω εγώ τελικά; ή καλύτερα, γιατί».

Αλλά είναι μια γαμημένη Τρίτη για να ταράζω, μόνο από ψυχαναγκασμό, ζωές.

Ανυπεράσπιστο βαγόνι

Ανυπεράσπιστο βαγόνι

Αγαπάς

και γίνονται οι κίνδυνοι

σταθμοί.

Δεν ξέρεις πού θα σταματήσει,

τι εφιάλτης θα ανέβει

μες στη νύχτα,

εκεί που έχεις ξεκουράσει το κεφάλι σου

-ήσυχος, σχεδόν

ότι η ατυχία χτυπάει πάντα ξένες διαδρομές.

 

Αθάνατος

-τι ψέμα.

Ανάμεσα στα δυο κορμιά

που έχεις πια

υπάρχεις πιο θνητός από ποτέ.

 

 

 

 

Πριν το ξημέρωμα σπατάλη

Πριν το ξημέρωμα σπατάλη

Κανείς δεν ξέρει· κι ούτε θέλησε ποτέ στ’ αλήθεια να μάθει.

Τόσες πόρτες κλεισμένες, τόσες λάμπες μες στη νύχτα να βαράνε υπερωρίες και να ρημάζει τα ντουβάρια η σιωπή, ουρλιάζοντας από τις χαραμάδες για να βγει.

Όλοι ξέρουν· κανείς δε θέλησε ποτέ όμως να πει.

Σβήνει το φως βολικά και κουρασμένα τα παπλώματα σκεπάζουν τέρατα που αρνούνται πια κάτω απ’ το κρεβάτι να κρυφτούν. Μεγάλωσες κι η ώρα είναι περασμένη.

Κανείς δεν ξέρει κι όλοι ξέρουν· έμαθαν ή ξέμαθαν. Ούρλιαξαν·  διδάχτηκαν ότι πονάνε οι πληγές μονάχα όταν είναι ευδιάκριτες με μάτι γυμνό. Ούρλιαξαν λιγάκι ακόμη και ύστερα, ποτέ ξανά.

Κορμιά γυμνά σε αφθονία, ψυχές ταριχευμένες. Πρέπει να έχουν λόγο ύπαρξης οι ποιητές κι οι δύσμοιρες οι λάμπες· να έχει νόημα η σπατάλη, να έχει νόημα το μαζί.

Κανείς δεν ξέρει· κι ούτε στ’ αλήθεια θέλησε ποτέ να μάθει.

Και μένουνε οι πόρτες σιωπηλές και καίνε οι λάμπες ολομόναχες το βράδυ.

Κυριακάτικο μαστίγιο

Κυριακάτικο μαστίγιο

Της Κυριακής τη ραστώνη νοθεύω
με αλλόκοτες σκέψεις·
φταίει που πάντα κάτι λιγοστεύει
-ίσως κι εγώ, με την υπερβολή μου.
Όλα και τώρα,
μην τυχόν και δεν προλάβω,
μην τυχόν και κάτι στραβώσει·
ερμηνευμένες διαθέσεις,
μουσικές διαστρεβλωμένες
-δεν ξεκουράζεται ποτέ η ακοή μου.
Εργάζομαι σκληρά,
ο φαύλος μου εαυτός να μη χρεοκοπήσει
και βρεθώ ξαφνικά απένταρη
κι ευτυχισμένη.
Μισθοί παχυλοί,
των υπερωριών μου ανάλογοι,
των αργιών που χάνονται κατώτεροι:
κάτι κερδίζω πρόσκαιρα,
κάτι απ’ το μέσα μου χάνεται
διά παντός.
Έμαθα στο μαστίγιο
κι όταν βλέπω καρότο φοβάμαι,
μυρίζομαι σκλαβιά
-απ’ αυτήν που μου επιβάλλω
τρισχειρότερη.
Ίσως να φταίει που πάντα
κάτι λιγοστεύει
κι αυτό το κάτι συνήθως είμαι εγώ.