Το πρωί ανέβηκε πάλι εκείνη η κυρία
-στην ίδια στάση κάθε μέρα, την ίδια πάντα ώρα-
θα πρέπει να κοντεύει τα 60 -μοιάζει νεότερη χωρίς να προσπαθεί.
Κάθε φορά, ζητάει ευγενικά μια διευκόλυνση,
κάπου τις τσάντες της να ακουμπήσει -φαίνονται πράγματι βαριές-
μα πιάνω τον εαυτό μου να αποφεύγει εκ των προτέρων
το σημείο που έχω μάθει πια πως διεκδικεί·
πρώτα θα ξεφορτώσει κι ύστερα θα εκτοπίσει
την ησυχία μου ή των άλλων.
Ελπίζω πια, κάθε πρωί, να έχει πάρει άλλο λεωφορείο
-κάποιες φορές, πήρα επίτηδες το προηγούμενο εγώ,
δεν είναι να παίζεις ζάρια, ποντάροντας στων άλλων την συνείδηση·
και τώρα που το σκέφτομαι, τι κάθομαι και κάνω, διάολε,
αφού δε θέλω να πάω στο γραφείο ξανά, πόσο μάλλον πιο νωρίς,
λες και παλεύω να δείξω υποταγή, συμμόρφωση
-στο λόγο της τιμής μου, δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου,
μου χάρισα απλά μισή επιπλέον ευκαιρία να φανώ γενναία,
κοιτάζοντας μια το παράθυρο, μια την πόρτα
-δε βαριέσαι, σήμερα μόνη μου θα είμαι,
θα καπνίσω μέσα, γαμημένοι!
Παρόλα αυτά, αναρωτιέμαι πού να πηγαίνει η κυρία
και τι σκατά κουβαλάει, τέλος πάντων, μέσα σ’ αυτές τις τσάντες
και ποια την παίρνει τηλέφωνο την ίδια πάντα ώρα
ρωτώντας πού βρίσκεται, αν φτάνει
-σίγουρα δεν την ρωτά ποτέ αν έγινε αυτό που ονειρευόταν ως παιδί.
Σκέφτηκα πολλές φορές ότι ίσως να κουβαλάει ναρκωτικά,
υπεράνω πάσης υποψίας, ποιος θα την πλησίαζε με τόσο ξινισμένα μούτρα.
Έξω από το παράθυρο, σταματημένο ένα ζευγάρι μιας μέσης ηλικίας,
μιας μέσης, καθώς φαίνεται, ζωής
-εκείνη του τινάζει το μανίκι, ποιος ξέρει τι λεκές επίμονος,
ακόμη πιο επίμονη αυτή·
η στάση του κορμιού της, νοικοκυρεμένη αφοσίωση,
η στάση του κορμιού του, χρόνων σμιλευμένη αδιαφορία
-κοίταξε φευγαλέα το μανίκι του, σ’ εκείνη ούτε βλέμμα.
Συνέχισαν τον δρόμο τους, και κατά πάσα πιθανότητα
θα συνεχίσουν και τη μονόπλευρη αγάπη τους, τουλάχιστον για σήμερα,
δεν μοιάζει αυγουστιάτικα η κατάλληλη στιγμή
για τόσο μεγάλες αποφάσεις.
Το καπελάκι της προσδοκούσε κάτι ανέμελο κι εγώ άρχισα να λυπάμαι
-ή μάλλον συνέχισα, γιατί υπάρχουν τόσοι άνθρωποι εκεί έξω
που θα ‘θελα να τους πιάσω από το χέρι
και να τους δείξω ότι δεν τελειώνει εκεί η ζωή.
Άναψε πράσινο και τους έχασα, ασυναίσθητα έπιασα το δικό μου χέρι
και να που ήρθε η ώρα να κατέβει η miss ευγενική,
για να φτάσει στο μυστηριώδη προορισμό της.
Ήθελα να της φωνάξω «πού πας; και πού πάω εγώ τελικά; ή καλύτερα, γιατί».
Αλλά είναι μια γαμημένη Τρίτη για να ταράζω, μόνο από ψυχαναγκασμό, ζωές.